μονωτήρας

μονωτήρας
[-ήρ (-ήρος)], μονωτήης ο тех
1) изолятор; 2) изоляция (материал)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μονωτήρας" в других словарях:

  • μονωτήρας — μονωτήρας, ο και μονωτής, ο σώμα κακός αγωγός του ηλεκτρισμού, που χρησιμεύει στην απομόνωση ηλεκτρικών αγωγών (καλωδίων, συσκευών κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονωτήρας — Σώμα με κατάλληλη μορφή, κατασκευασμένο από μονωτικό υλικό. Η έννοια του όρου μονωτήρας έχει περιοριστεί στην ηλεκτρική μόνωση, εξαιτίας της χρήσης του. Τα συνηθέστερα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των μ. είναι η πορσελάνη, το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»